στόμαχος

στόμαχος
ο, ΝΜΑ
σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε χημική σε άλλα, κατεργασία, τής τροφής, προτού αυτή περάσει στο έντερο (α. «πάσχει από έλκος τού στομάχου» β. «ἀλλ' οἴνῳ ὀλίγῳ χρῷ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (για τα ασπόνδυλα) η πρώτη διεύρυνση τού αρκετά διαφοροποιημένου πεπτικού σωλήνα, η οποία περικλείει στον βλεννογόνο της πολυκύτταρους ή μονοκύτταρους αδένες
2. ανατ. ασκοειδής διεύρυνση τού πεπτικού συστήματος τού ανθρώπου, μεταξύ οισοφάγου και λεπτού εντέρου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα, η οποία καταλαμβάνει το άνω αριστερά τμήμα τής κοιλιάς και τής οποίας κύριες λειτουργίες είναι η έναρξη τής πέψης τών υδατανθράκων και τών πρωτεϊνών, η μετατροπή τής τροφής σε χυμό και η μεταφορά τού χυμού στο λεπτό έντερο
3. φρ. α) «καρδία τού στομάχου»
ανατ. το στόμιο τού στομάχου που επικοινωνεί με τον οισοφάγο
β) «πυλωρική μοίρα τού στομάχου»
ανατ. το άντρο και ο πυλωρικός σωλήνας
γ) «χειρουργική τού στομάχου» — σημαντικό τμήμα τής χειρουργικής τής κοιλιάς
αρχ.
1. στόμιο, άνοιγμα
2. ο λαιμός, ο φάρυγγας
3. ο οισοφάγος
4. το άνοιγμα τής ουροδόχου κύστεως
5. ο λαιμός τής μήτρας
6. μτφ. οργή, δυσφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. στομ- τού στόμ-α (βλ. λ. στόμα) / ουρανικό εκφραστικό επίθημα -(α)χος (πρβλ. οὐραχός, κύμβαχος). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. stomachus. Στη Λατινική, μάλιστα, το στομάχι εθεωρείτο ρυθμιστής τής καλής ή τής κακής διάθεσης τού οργανισμού, απ' όπου η σημ. τού ρ. stomachor «αγανακτώ, θυμώνω» και υποχωρητικά από τη σημ. του ρήματος η σημ. του stomachus «οργή, θυμός». Η σημ., τέλος, του λατ. stomachus πέρασε και στην Ελληνική, πρβλ. στόμαχος «οργή, δυσφορία» (βλ. και λ. μελαγχολία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στόμαχος — throat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμαχος — ο στομάχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στομάχω — στόμαχος throat masc nom/voc/acc dual στόμαχος throat masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάχοιο — στόμαχος throat masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάχοις — στόμαχος throat masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάχου — στόμαχος throat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάχους — στόμαχος throat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάχων — στόμαχος throat masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάχῳ — στόμαχος throat masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμαχοι — στόμαχος throat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”